Η Σύμβαση της Λευκωσίας ως ασπίδα της πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας

Η Κυπριακή Δημοκρατία αναλαμβάνοντας στις 22 Νοεμβρίου 2016 την προεδρία του Συμβουλίου της Ευρώπης έθεσε ένα στόχο ο οποίος περικλειόταν από ένα όραμα όπως ακριβώς αρμόζει σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό κράτος. Την 19η Μαΐου 2017, λοιπόν, προτού παραδοθεί η προεδρία του Συμβουλίου της Ευρώπης στην Τσεχική Δημοκρατία επετεύχθη ο στόχος που είχε θέσει η Κυπριακή Δημοκρατία με την υπογραφή της Σύμβασης της Λευκωσίας από έξι κράτη τα οποία ήταν η Κυπριακή Δημοκρατία, η Ελληνική Δημοκρατία, η Πορτογαλική Δημοκρατία, η Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αγίου Μαρίνου, η Δημοκρατία της Αρμενίας και το Μεξικό.

Η Σύμβαση της Λευκωσίας αποτελεί ένα εργαλείο προστασίας των πολιτιστικών αγαθών και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς με το κείμενο της Σύμβασης να προστατεύει της πολιτιστική κληρονομιά μέσω της ποινικοποίησης πράξεων παράνομων ανασκαφών, κλοπών, διατήρησης των κλοπιμαίων, εμπορευματοποίησης και καταστροφής παντός είδους πολιτιστικών αγαθών. Η εν λόγω Σύμβαση παρέχει μία ευρεία προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς όχι μόνο μέσω της ποινικοποίησης πλήθους πράξεων που την προσβάλλουν αλλά και μέσω του ευρέος ορισμού που έχει δώσει στην έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς. Σύμφωνα λοιπόν με τον ορισμό που δίδεται, στην έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς εμπερικλείονται μεταξύ άλλων αντικείμενα ιστορικού ενδιαφέροντος που σχετίζονται με την επιστήμη, την τεχνολογία, τη στρατιωτική ζωή μίας χώρας, αντικείμενα που έρχονται στο φως μέσω ανασκαφών ή ανακαλύψεων, αρχαιότητες, περιουσία πολιτιστικού προσανατολισμού όπως πίνακες και αγάλματα, έγγραφα, βιβλία, μουσικά όργανα αλλά και μνημεία.

Επί της ουσίας η Σύμβαση υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα κράτη να επικαιροποιήσουν τα εγχώρια ποινικά νομοθετικά κείμενα καθιστώντας ως αξιόποινες όλες τις πράξεις που θέτει στο κείμενό της ως παράνομες. Επιπλέον, η Σύμβαση υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα κράτη να διασφαλίσουν ότι οι εγχώριες ποινικές νομοθεσίες καλύπτουν την ευθύνη τόσο φυσικών όσο και νομικών προσώπων αλλά και προσώπων που συμμετείχαν, υπέθαλψαν ή υποκίνησαν την εγκληματική ενέργεια.

Με λίγα λόγια δεν είναι η Σύμβαση που επιβάλλει τις ποινές στους παραβάτες αλλά ο δικαστικός μηχανισμός του συμβαλλόμενου κράτους ο οποίος ερμηνεύει και εφαρμόζει τα νομοθετικά κείμενα του κράτους τα οποία έχουν θεσμοθετηθεί στη βάση των προνοιών της Σύμβασης. Ένα ακόμη σημαντικό ζήτημα που άπτεται της εφαρμογής της Σύμβασης είναι η θέση της σε ισχύ.

Η Σύμβαση της Λευκωσίας όταν πραγματοποίησε την εμφάνισή της στο διεθνές γίγνεσθαι υπεγράφη από τα έξι κράτη που προαναφέρθηκαν. Εντούτοις, δεν αρκεί η απλή υπογραφή για να τεθεί μία διεθνής σύμβαση σε ισχύ καθώς απαιτείται και η επικύρωση αυτής από το εν λόγω κράτος είτε από την εκτελεστική είτε από τη νομοθετική του εξουσία. Εν προκειμένω η Σύμβαση της Λευκωσίας θα τεθεί σε ισχύ μόνο όταν επικυρωθεί από πέντε κράτη εκ των οποίων απαιτείται τα τρία να αποτελούν μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Συλλήβδην, πρόκειται για μία Σύμβαση εξαιρετικού ενδιαφέροντος για την πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας έχοντας να προσφέρει πολλά σε αυτήν αφού πρώτα υπερβεί το στάδιο της θέσης σε ισχύ ενώ η δεδομένη χρονική στιγμή βρίσκει τη Σύμβαση να έχει επικυρωθεί από δύο κράτη τα οποία είναι η Κυπριακή Δημοκρατία και το Μεξικό.

Κολετζάκης Αριστείδης

Βουλευτής της Επιτροπής Ευρωπαϊκών και Εξωτερικών Υποθέσεων της 4ης Βουλής των Νέων Αντιπροσώπων